- άλμπουρο
- και άρμπουρο, τοιστός πλοίου, κατάρτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. alboro < arboro (πρβλ. ιταλ. albero «δέντρο») < λατ. arbor «δέντρο».ΠΑΡ. νεοελ. αλμπουρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλμπουρο — άλμπουρο, το και άρμπουρο, το (λ. ιταλ.), το κατάρτι του πλοίου: Τα κύματα τους είχαν αρπάξει το πλωριό άλμπουρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρμπουρο — το βλ. άλμπουρο … Dictionary of Greek
αλμπουρίζω — Ναυτ. [άλμπουρο] τοποθετώ τον ιστό, ιστιοθετώ … Dictionary of Greek
πρυμιός — και πρυμνιός, ά, ό, Ν [πρύμ(ν)η] πρυμναίος («πρυμιό άλμπουρο») … Dictionary of Greek
Παρορίτης, Κώστας — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Λεωνίδα Σουρέα, Παρόρι Σπάρτης 1878 – Αθήνα 1931). Έλληνας πεζογράφος. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υπηρέτησε ως εκπαιδευτικός. Ήταν δημοτικιστής με σοσιαλιστικό ιδεολογικό προσανατολισμό, που δεν… … Dictionary of Greek